βροντόλαλος

βροντόλαλος
-η, -ο
αυτός που παράγει βροντερό ήχο: Ήχησε η βροντόλαλη καμπάνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βροντόλαλος — η, ο με βροντερή λαλιά («βροντόλαλη καμπάνα», «αφέντη μου, βροντόλαλε») …   Dictionary of Greek

  • βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… …   Dictionary of Greek

  • βροντόφωνος — η, ο αυτός που έχει βροντερή φωνή, βροντόλαλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”